- πιπεράτος
- η , ο1) острый (на вкус); обжигающий; 2) перен. едкий, колкий
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
πιπεράτος, -η, -ο — πιπεράτος, η, ο,1. αυτός που έχει γεύση ελαφρά καυστική: Τυρί πιπεράτο. 2. μτφ., για λόγο πειραχτικό, «τολμηρό»: Τα λόγια της ήταν πιπεράτα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πιπεράτος — η, ο / πεπεράτος, ον, ΝΜ [πίπερι] αυτός που έχει καυστική γεύση σαν το πιπέρι, που περιέχει πιπέρι, που πιπερίζει νεοελλ. μτφ. (για λόγο) δηκτικός, πειρακτικός μσν. το ουδ. ως ουσ. τὸ πεπερᾱτον είδος κρασιού με ελαφρώς καφτερή γεύση … Dictionary of Greek
Griego medieval — Hablado en Grecia Turquía … Wikipedia Español
πεπεράτος — ον, Μ βλ. πιπεράτος … Dictionary of Greek
σκαμπρόζικος — η, ο, Ν [σκαμπρόζος] σκανταλιάρικος, πιπεράτος, πικάντικος («σκαμπρόζικο ανέκδοτο») … Dictionary of Greek
piper — PIPÉR, (1, 2) piperi, s.m., (3) s.n. 1. s.m. Plantă tropicală din familia piperaceelor, cu tulpina lungă şi subţire, târâtoare sau agăţătoare, ale cărei fructe, în formă de boabe (negre la maturitate), sunt folosite (ca atare sau pisate) drept… … Dicționar Român